μώλῳ

μώλῳ
μώ̱λῳ , μῶλος
toil and moil
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μωλώ — μωλῶ, έω και κρητ. τ. μωλίω (Α) [μώλος] 1. διεκδικώ 2. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ μωλιόμενα αυτά που κάποιος διεκδικεί, οι αξιώσεις 3. φρ. «μωλιομένας τᾱδ δίκας» κατά τη διάρκεια τής εκδίκασης τής υπόθεσης (Νόμ. Γόρτ.) 4. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • Μώλῳ — Μῶλος toil and moil masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωλίω — (Α) (κρητ. τ.) βλ. μωλώ …   Dictionary of Greek

  • μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”